Η πόλη του Αιτωλικού μετά τη συνθηκολόγηση και την παράδοση τηs τουρκικήs φρουράs του, απομένει ελεύθερη αλλά ανοργάνωτη και κατερειπωμένη. Είναι η εποχή που το νέο κράτοs με κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια προσπαθεί να οργανωθεί και να λειτουργήσει. Η Δυτική Χέρσοs(Στερεά) Ελλάδα, θα τύχει ιδιαίτερηs προσοχήs, ώστε το 1830 να πραγματοποιηθεί η καταγραφή των πόλεων, κωμοπόλεων και των χωριών τηs. H περιοχή τηs Αιτωλοακαρνανίαs θα χωρισθεί σε οκτώ επαρχίεs – μια απ αυτέs του Ανατολικού – και πρωτευοσά τηs θα ορισθεί το Μεσολόγγι. Στο Αιτωλικό θα εγκατασταθεί Δασμοτελωνείο με αρκετό προσωπικό, Υγιειολιμεναρχείο με δικό του γραμματέα, Αστυνομική Αρχή με κλητήρα και γραμματέα, υπάλληλοι τηs Δημογεροντίαs και τέλοs στο Νεοχώρι-που ανήκε τότε στο Δήμο Αιτωλικού- μαρτυρείται η ύπαρξη αγροφύλακα.
Ο Ιωάννηs Καποδίστριαs έδειξε άμεσο και προσωπικό ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση των οικισμών τηs περιοχήs και ιδιαίτερα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, στέλνονταs πολυπληθή ομάδα αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων. Στα τέλη του Οκτωμβρίου του 1830, θα επισκεφθεί ο ίδιοs την περιοχή συνοδευόμενοs από τον πολεοδόμο βαρώνο de Schaubourg, στον οποίο θα αναθέσει την “διαγραφήν και ιχνογράφησην” των οικιστικών συνόλων των δύο πόλεων. Στουs κατοίκουs του Αιτωλικού ιδιαίτερα υπόσχεται την αποστολή ειδικήs ομάδαs μηχανικών για τη μελέτη και κατασκευή των γεφυριών ενώ ζητάει από τον Schaubourg να του υποβάλλει υπόμνημα για την “ανασκευήν” τησ πόληs και του νησιού στο σύνολό του.
Τη εποχή εκείνη, η Αιτωλοακαρνανία θεωρούνταν αρκετά πυκνοκατοικημένη (στισ 30.000 περίπου ανέρχονταν ο πληθυσμόs τηs). Ο Σ. Δ. Λουκάτοs, ερευνώνταs τα Γενικά Αρχεία του Κράτουs αυτήs τηs περιόδου, συγκέντρωσε αρκετά στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση και την επαγγελματική ενασχόληση των κατοίκων της πόληs όπωσ αυτά αναγράφονται στουs καταλόγουs των “Επιτοπίων Πόρων” του Ανατολικού το 183ο (σημ 1). Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα στοιχεία, αρκετοί ήταν μικροιδιοκτήτεs που διατηρούσαν οινοπωλεία και ρακοπωλεία, κεραμιδοκάμινα και ασβεστοκάμινα, αρτοποιεία και παντοπωλεία, καφενεία, ακόμη και μπιλιάρδα. Η βιοτεχνία δείχνει ανεπτυγμένη ενώ η ναυτιλιακή κίνηση (εμπορική και επιβατική), είναι ικανοποιητική. Το αλιευτικό εμπόριο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και μεροs των προιόντων του ( κυρίωs τα παστά ψάρια και το αυγοτάραχο) εξάγονταν. Γύρω από την πόλη επικρατούσαν οι γεωργοκτηνοτροφικέs ασχολίεs, έναs κλάδοs αρκετά δραστήριοs που απέφερε σημαντικούs πόρουs αφού τα προιόντα του διακινούνταν σε γειτονικέs περιοχέs όπωs η βορειοδυτική Πελοπόνησοs και τα Επτάνησα. Οι φόροι που εισέπραττε το Δημόσιo Ταμείο από τουs Αιτωλικώτεs αποτελούσαν σημαντικά του έσοδα και φανερώνει την καλή οικονομική κατάσταση τηs πόληs λίγα μόλιs χρόνια μετά την απελευθερωσή τηs(σημ 2).
Το 1879 διεξάγεται επίσημη απογραφή του νέου Ελληνικού Κράτουs. Τα αποτελέσματά τηs θα δημοσιευθούν το 1881 και σύμφωνα με αυτήν ο πληθυσμόs του Δήμου Αιτωλικού αριθμούσε 4.211 κατοίκουs και αποτελούνταν από το νησί του Αιτωλικού και τον αγροτικό οικισμό στον άγιο Νικόλαο τον Κούντρο (3.731), τα Μούσουρα (115) και τα Ελληνικά- Σιβίστα (365). Ο Αγ. Ηλίαs, η Σταμνά και το Χρυσοβέργι ανήκαν τότε στο Δήμο Ωλενείαs με έδρα τη Σταμνά. Από αυτούs όσοι ήταν γραμμένοι στα δημοτολόγια ήταν 3.402, οι ετεροδημότες 681 και οι μη ντόπιοι 274. Τα επιμέρουs στοιχεία τηs απογραφήs ωστόσο είναι πολύ ενδιαφέροντα. Οι εγγράμματοι αποτελούνταν από 633 άνδρεs και 98 γυναίκεs. Ωs προs την επαγγελματική του σύνθεση ο πληθυσμόs κατανέμονταν σε 145 βιοτέχνεs, 305 εμπόρουs, 3 ναυτικούs, 189 κτηματίεs, 167 γεωργούs και 42 ποιμένεs. Ο αριθμόs των διαφόρων εργατών και εργατριών ήταν σημαντικόs αφού ανέρχονταν στουσ 547 και ανάμεσά τουs οι 20 ήταν αγωγιάτεs. Αναφέρεται έναs Αιτωλικιώτηs δάσκαλοs (προφανώs υπήρχαν και άλλοι, μη ντόπιοι), 197 μαθητέs και 40 μαθήτριεs. Στην πόλη υπήρχαν 4 ιατροί, 3 φαρμακοποιοί και μία μαία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν 28, οι δημοτικοί 21 και οι στρατιωτικοί 3. Αξιόλογοs ήταν και ο αριθμόs (149) διαφόρων υπηρετών ενώ σημαντική είναι και η καταγραφή 5 καλλιτεχνών.
Ο Ιωάννηs Καποδίστριαs έδειξε άμεσο και προσωπικό ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση των οικισμών τηs περιοχήs και ιδιαίτερα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, στέλνονταs πολυπληθή ομάδα αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων. Στα τέλη του Οκτωμβρίου του 1830, θα επισκεφθεί ο ίδιοs την περιοχή συνοδευόμενοs από τον πολεοδόμο βαρώνο de Schaubourg, στον οποίο θα αναθέσει την “διαγραφήν και ιχνογράφησην” των οικιστικών συνόλων των δύο πόλεων. Στουs κατοίκουs του Αιτωλικού ιδιαίτερα υπόσχεται την αποστολή ειδικήs ομάδαs μηχανικών για τη μελέτη και κατασκευή των γεφυριών ενώ ζητάει από τον Schaubourg να του υποβάλλει υπόμνημα για την “ανασκευήν” τησ πόληs και του νησιού στο σύνολό του.
Τη εποχή εκείνη, η Αιτωλοακαρνανία θεωρούνταν αρκετά πυκνοκατοικημένη (στισ 30.000 περίπου ανέρχονταν ο πληθυσμόs τηs). Ο Σ. Δ. Λουκάτοs, ερευνώνταs τα Γενικά Αρχεία του Κράτουs αυτήs τηs περιόδου, συγκέντρωσε αρκετά στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση και την επαγγελματική ενασχόληση των κατοίκων της πόληs όπωσ αυτά αναγράφονται στουs καταλόγουs των “Επιτοπίων Πόρων” του Ανατολικού το 183ο (σημ 1). Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα στοιχεία, αρκετοί ήταν μικροιδιοκτήτεs που διατηρούσαν οινοπωλεία και ρακοπωλεία, κεραμιδοκάμινα και ασβεστοκάμινα, αρτοποιεία και παντοπωλεία, καφενεία, ακόμη και μπιλιάρδα. Η βιοτεχνία δείχνει ανεπτυγμένη ενώ η ναυτιλιακή κίνηση (εμπορική και επιβατική), είναι ικανοποιητική. Το αλιευτικό εμπόριο ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και μεροs των προιόντων του ( κυρίωs τα παστά ψάρια και το αυγοτάραχο) εξάγονταν. Γύρω από την πόλη επικρατούσαν οι γεωργοκτηνοτροφικέs ασχολίεs, έναs κλάδοs αρκετά δραστήριοs που απέφερε σημαντικούs πόρουs αφού τα προιόντα του διακινούνταν σε γειτονικέs περιοχέs όπωs η βορειοδυτική Πελοπόνησοs και τα Επτάνησα. Οι φόροι που εισέπραττε το Δημόσιo Ταμείο από τουs Αιτωλικώτεs αποτελούσαν σημαντικά του έσοδα και φανερώνει την καλή οικονομική κατάσταση τηs πόληs λίγα μόλιs χρόνια μετά την απελευθερωσή τηs(σημ 2).
Το 1879 διεξάγεται επίσημη απογραφή του νέου Ελληνικού Κράτουs. Τα αποτελέσματά τηs θα δημοσιευθούν το 1881 και σύμφωνα με αυτήν ο πληθυσμόs του Δήμου Αιτωλικού αριθμούσε 4.211 κατοίκουs και αποτελούνταν από το νησί του Αιτωλικού και τον αγροτικό οικισμό στον άγιο Νικόλαο τον Κούντρο (3.731), τα Μούσουρα (115) και τα Ελληνικά- Σιβίστα (365). Ο Αγ. Ηλίαs, η Σταμνά και το Χρυσοβέργι ανήκαν τότε στο Δήμο Ωλενείαs με έδρα τη Σταμνά. Από αυτούs όσοι ήταν γραμμένοι στα δημοτολόγια ήταν 3.402, οι ετεροδημότες 681 και οι μη ντόπιοι 274. Τα επιμέρουs στοιχεία τηs απογραφήs ωστόσο είναι πολύ ενδιαφέροντα. Οι εγγράμματοι αποτελούνταν από 633 άνδρεs και 98 γυναίκεs. Ωs προs την επαγγελματική του σύνθεση ο πληθυσμόs κατανέμονταν σε 145 βιοτέχνεs, 305 εμπόρουs, 3 ναυτικούs, 189 κτηματίεs, 167 γεωργούs και 42 ποιμένεs. Ο αριθμόs των διαφόρων εργατών και εργατριών ήταν σημαντικόs αφού ανέρχονταν στουσ 547 και ανάμεσά τουs οι 20 ήταν αγωγιάτεs. Αναφέρεται έναs Αιτωλικιώτηs δάσκαλοs (προφανώs υπήρχαν και άλλοι, μη ντόπιοι), 197 μαθητέs και 40 μαθήτριεs. Στην πόλη υπήρχαν 4 ιατροί, 3 φαρμακοποιοί και μία μαία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν 28, οι δημοτικοί 21 και οι στρατιωτικοί 3. Αξιόλογοs ήταν και ο αριθμόs (149) διαφόρων υπηρετών ενώ σημαντική είναι και η καταγραφή 5 καλλιτεχνών.
Μιχ. Κότσαρηs
Σημειώσειs.
1.“εν Ανατολικώ τη 30 Νοεμβρίου 1830”, Γενικά Αρχεία του Κράτουs, φακ. 254, 26-31 και 30 Οκτωνβρ. 1830, φακ. 256.
2.συμφώνα με αναφορά του επιστάτη του Ανατολικού, προs την επί τηs Οικονομίαs Επιτροπήν, το τελωνείο Ανατολικού εισέπραξε από τα εισαγόμενα είδη 40 φοίνικεs και 2 λεπτά, ενώ από τα εισαγομένα είδη 416 φοίνικεs και 1 λεπτό.
Βιβλιογραφία
1.Γιάννηs Ν. Κουφόs, Εν έτει 1879, περοδ. “Παραχελωικά”, τευχ. 11 (Ανοιξη 1995).
2.Σπύροs Λουκάτοs, Η Αιτωλοακαρνανία στα χρόνια του Ιωάννη Καποδιστρια – πολιτειογραφεία από ανέκδοτεs αρχειακέs πηγεs. Πρακτικά Α Αρχαιλογικού και Ιστορικού Συνεδρίου Αιτωλ/νίαs. Αγρίνιο 21-23 Οκτωμβρ. 1988.
3.Σπύροs Λουκάτοs, Η ανοικοδόμηση των ερειπωμένων πόλεων στην ελεύθερη Ελλαδα επί Ι. Καποδίστρια. “Ετοs Καποδίστρια, οι επίσημεs ομιλίεs”, Αθήνα 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου