Μια σημαντική έκθεση φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στην Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για το πανόραμα της Ελληνικής Χαρακτικής (1909-2009) μέσα από τη συλλογή του Γιάννη Παπακωνσταντίνου.
Υπάρχει ένα παράδοξο με τη γένεση της χαρακτικής στη χώρα μας. Από τη μια πλευρά πρόκειται για μια νέα τέχνη. Ας αναλογιστούμε ότι σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα παραμένει περιθωριακή, διδάσκεται μεν στο Σχολείο των Τεχνών της εποχής, αλλά το χαρακτικό έργο που παράγεται είναι περιορισμένο. Το μάθημα της χαρακτικής που διδασκόταν από τον Νικόλαο Φέρμπο καταργείται για οικονομικούς λόγους το 1915 και μέχρι το 1932 που ο Γιάννης Κεφαλληνός αναλαμβάνει την έδρα της χαρακτικής στην πραγματικότητα δεν διδάσκεται. Σε καμία περίπτωση, πάντως, την περίοδο αυτή, η χαρακτική δεν είχε αποκτήσει την αυτονομία μιας ιδιαίτερης τέχνης. Έρχεται ο 20ος αιώνας και η ουσιαστική έναρξη αυτής της τέχνης μας δίνει έργα που στο μεγαλύτερο εύρος τους δεν ανήκουν στον κανόνα της εθνικής σχολής που προσδιόρισε τον θεματικό, τουλάχιστον, άξονα της ζωγραφικής μας για τουλάχιστον εκατό χρόνια. Γι' αυτόν τον λόγο παρατηρούμε ότι στους πρωτοπόρους της χαρακτικής στη χώρα μας απουσιάζουν τα ιδεολογικά στερεότυπα που βρίσκουμε στους Έλληνες ζωγράφους της αντίστοιχης περιόδου. Ο πυρήνας της χαρακτικής δεν καθορίζεται ούτε από την ιδέα μιας επιστροφής στο παρελθόν ούτε στη συνέχεια στην αναζήτηση αυτού του παρελθόντος μέσα στο ιστορικό παρόν. Η χαρακτική μέσα από το έργο των μεγάλων δασκάλων της υπήρξε μια τέχνη του μοντέρνου η οποία προσπάθησε να συνομιλήσει με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ρεύματα.
Η χαρακτική στη χώρα μας αποδείχτηκε μια τέχνη χωρίς καταγωγή και χωρίς ιδιαίτερη παράδοση. Τα πρώτα έργα του Δημήτρη Γαλάνη χρονολογούνται γύρω στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα. Και μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν παραδείγματα της ελληνικής σχολής στη χαρακτική για τον απλό λόγο ότι ο Γαλάνης ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Αυτό το γεγονός μάλλον υπήρξε καθοριστικό. Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, γύρω στα 1910, ο Γαλάνης έρχεται σε επαφή με το κίνημα του μοντέρνου και οι λύσεις που δίνει στο χαρακτικό του έργο προσδιορίζονται μέσα από αυτήν την επαφή. Δημιουργεί αυστηρά δομημένες συνθέσεις που έχουν ως βάση τους τις αρμονικές χαράξεις. Το σχέδιο του γίνεται γεωμετρικό, σχεδόν κυβιστικό. Η χαρακτική του καθορίζεται από τους σαφείς και προσδιορισμένους τόνους, ενώ η χρήση του χρώματος ελαχιστοποιείται. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην προοπτική απεικόνιση του χώρου. Μολονότι το έργο του χαρακτηρίζεται από ένα συγκρατημένο μοντερνισμό δεν διστάζει να δώσει έργα υψηλού εντασιακού φορτίου όπως το Παπικό παλάτι (1914) στο οποίο τα οξυγώνια γοτθικά σχήματα τεμαχίζουν τη σύνθεση, προσδιορίζουν απότομες μεταβάσεις από το φως στο σκοτάδι. Υπήρξε ένας πολύ ευαίσθητος δείκτης των κινήσεων της πρωτοπορίας. Ακόμα και η επιστροφή του σε μια νεοκλασική τεχνική με βάση τα διδάγματα του Ντεραίν άσκησε αντίστοιχη επίδραση σε αρκετούς Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής. Μέσα από το έργο του μπορούμε να αντιληφθούμε, στη συνέχεια, την αλυσίδα της επίδρασης. Για παράδειγμα οι λύσεις που επιλέγει ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος δεν παραπέμπουν πίσω στον Γαλάνη; Οι καθορισμένοι με σαφήνεια τόνοι, η αναλυτική επεξεργασία του χώρου, ακόμα και η σχέση του φωτός με το σκοτάδι, στις συνθέσεις του Γαλάνη δεν παραπέμπουν; Αλλά και ρεαλισμός του Κορογιαννάκη τις ίδιες μορφοπλαστικές αξίες δεν χρησιμοποιεί: Το ίδιο δεν θα κάνει στη συνέχεια ο Τάσσος; Ο Γαλάνης δημιούργησε, για μια μεγάλη χρονική περίοδο, τον Κανόνα της Ελληνικής χαρακτικής.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα "Αυγή":
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=516506
Υπάρχει ένα παράδοξο με τη γένεση της χαρακτικής στη χώρα μας. Από τη μια πλευρά πρόκειται για μια νέα τέχνη. Ας αναλογιστούμε ότι σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα παραμένει περιθωριακή, διδάσκεται μεν στο Σχολείο των Τεχνών της εποχής, αλλά το χαρακτικό έργο που παράγεται είναι περιορισμένο. Το μάθημα της χαρακτικής που διδασκόταν από τον Νικόλαο Φέρμπο καταργείται για οικονομικούς λόγους το 1915 και μέχρι το 1932 που ο Γιάννης Κεφαλληνός αναλαμβάνει την έδρα της χαρακτικής στην πραγματικότητα δεν διδάσκεται. Σε καμία περίπτωση, πάντως, την περίοδο αυτή, η χαρακτική δεν είχε αποκτήσει την αυτονομία μιας ιδιαίτερης τέχνης. Έρχεται ο 20ος αιώνας και η ουσιαστική έναρξη αυτής της τέχνης μας δίνει έργα που στο μεγαλύτερο εύρος τους δεν ανήκουν στον κανόνα της εθνικής σχολής που προσδιόρισε τον θεματικό, τουλάχιστον, άξονα της ζωγραφικής μας για τουλάχιστον εκατό χρόνια. Γι' αυτόν τον λόγο παρατηρούμε ότι στους πρωτοπόρους της χαρακτικής στη χώρα μας απουσιάζουν τα ιδεολογικά στερεότυπα που βρίσκουμε στους Έλληνες ζωγράφους της αντίστοιχης περιόδου. Ο πυρήνας της χαρακτικής δεν καθορίζεται ούτε από την ιδέα μιας επιστροφής στο παρελθόν ούτε στη συνέχεια στην αναζήτηση αυτού του παρελθόντος μέσα στο ιστορικό παρόν. Η χαρακτική μέσα από το έργο των μεγάλων δασκάλων της υπήρξε μια τέχνη του μοντέρνου η οποία προσπάθησε να συνομιλήσει με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ρεύματα.
Η χαρακτική στη χώρα μας αποδείχτηκε μια τέχνη χωρίς καταγωγή και χωρίς ιδιαίτερη παράδοση. Τα πρώτα έργα του Δημήτρη Γαλάνη χρονολογούνται γύρω στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα. Και μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν παραδείγματα της ελληνικής σχολής στη χαρακτική για τον απλό λόγο ότι ο Γαλάνης ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Αυτό το γεγονός μάλλον υπήρξε καθοριστικό. Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, γύρω στα 1910, ο Γαλάνης έρχεται σε επαφή με το κίνημα του μοντέρνου και οι λύσεις που δίνει στο χαρακτικό του έργο προσδιορίζονται μέσα από αυτήν την επαφή. Δημιουργεί αυστηρά δομημένες συνθέσεις που έχουν ως βάση τους τις αρμονικές χαράξεις. Το σχέδιο του γίνεται γεωμετρικό, σχεδόν κυβιστικό. Η χαρακτική του καθορίζεται από τους σαφείς και προσδιορισμένους τόνους, ενώ η χρήση του χρώματος ελαχιστοποιείται. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην προοπτική απεικόνιση του χώρου. Μολονότι το έργο του χαρακτηρίζεται από ένα συγκρατημένο μοντερνισμό δεν διστάζει να δώσει έργα υψηλού εντασιακού φορτίου όπως το Παπικό παλάτι (1914) στο οποίο τα οξυγώνια γοτθικά σχήματα τεμαχίζουν τη σύνθεση, προσδιορίζουν απότομες μεταβάσεις από το φως στο σκοτάδι. Υπήρξε ένας πολύ ευαίσθητος δείκτης των κινήσεων της πρωτοπορίας. Ακόμα και η επιστροφή του σε μια νεοκλασική τεχνική με βάση τα διδάγματα του Ντεραίν άσκησε αντίστοιχη επίδραση σε αρκετούς Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής. Μέσα από το έργο του μπορούμε να αντιληφθούμε, στη συνέχεια, την αλυσίδα της επίδρασης. Για παράδειγμα οι λύσεις που επιλέγει ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος δεν παραπέμπουν πίσω στον Γαλάνη; Οι καθορισμένοι με σαφήνεια τόνοι, η αναλυτική επεξεργασία του χώρου, ακόμα και η σχέση του φωτός με το σκοτάδι, στις συνθέσεις του Γαλάνη δεν παραπέμπουν; Αλλά και ρεαλισμός του Κορογιαννάκη τις ίδιες μορφοπλαστικές αξίες δεν χρησιμοποιεί: Το ίδιο δεν θα κάνει στη συνέχεια ο Τάσσος; Ο Γαλάνης δημιούργησε, για μια μεγάλη χρονική περίοδο, τον Κανόνα της Ελληνικής χαρακτικής.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα "Αυγή":
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=516506
Στη φωτό, έργο του Γ. Κεφαλληνού, "Λίμνη με ιτιές"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου